ζηλαιος

ζηλαιος
    ζηλαῖος
    3
    ревностный или ревнивый
    

(Διόνυσος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ζηλαιος" в других словарях:

  • ζηλαίος — ζηλαῑος, α, ον (Α) [ζήλος Ι] ο ζηλότυπος …   Dictionary of Greek

  • ζηλαῖος — jealous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηλαῖον — ζηλαῖος jealous masc acc sg ζηλαῖος jealous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»